Μία φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό τόπο ήταν μία καστροπολιτεία κλεισμένη και αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο βασιλιάς τους ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και φρόντιζε τον λαό του. Όλοι εκεί ζούσαν καλά, διασκέδαζαν και περνούσαν τη ζωή αγαπημένοι και ευτυχισμένοι… ώσπου μία μέρα ήρθε ένας περίεργος γέροντας κρατώντας ένα σεντούκι. Ζήτησε από τον άρχοντα της πολιτείας να τον φιλοξενήσει μερικές μέρες και ταυτόχρονα να του φυλάξει το σεντούκι του, γιατί μέσα σε αυτό είχε έναν ανεκτίμητο θησαυρό, που δεν έπρεπε να τον δει κανείς! Ο βασιλιάς, που εκτός των άλλων ήταν και φιλόξενος δέχτηκε και έτσι ο παράξενος γέροντας στο παλάτι βρήκε ένα ασφαλές καταφύγιο. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα στην καστροπολιτεία, όλοι έμαθαν για τον περίεργο αυτό επισκέπτη και το σεντούκι του με το θησαυρό. Όλοι θέλησαν να δούνε το θησαυρό, άλλωστε δεν είχαν δει ποτέ στην ζωή τους θησαυρό. Γνώριζαν βέβαια ότι αυτό ήταν αδύνατο, αλλά η περιέργεια τους ήταν τόσο μεγάλη ώστε δημιουργήθηκε μια ομάδα με τα πιο γενναία παλικάρια της χώρας με σκοπό τους να ανακαλύψουν τι είδους θησαυρό περιείχε το σεντούκι και να ενημερώσουν και τους υπόλοιπους. Πραγματικά, μόλις νύχτωσε και με πολύ μεγάλη προσοχή, επισκέφτηκαν το δωμάτιο που φυλασσόταν το σεντούκι, το κοίταξαν προσεχτικά και όταν είδαν ότι ήταν κλειδωμένο με ένα λουκέτο, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία, που είχαν πάρει μαζί τους, το έσπασαν και σιγά σιγά άρχισαν να το ανοίγουν. Ο θόρυβος, που αυτό έκανε, τους τρόμαξε, αλλά δεν τους πτόησε και έτσι το σεντούκι άνοιξε. Μια λάμψη ξεπετάχτηκε μέσα από αυτό, μια λάμψη που τους τύφλωσε για λίγο, όμως όταν η επίδρασή της πέρασε, διαπίστωσαν πως μέσα στο σεντούκι υπήρχε μια…χρυσή κορώνα και ένα σημείωμα. Ο πιο γενναίος από αυτούς την πήρε στα χέρια του, την κοίταξε με ευλαβική προσοχή και την έβαλε στο κεφάλι του. Οι υπόλοιποι έκαναν το ίδιο, ένας -ένας με τη σειρά του και την ώρα που πήγαν να την ξαναβάλουν μέσα στο σεντούκι…είδαν το σημείωμα
Το θησαυρό του γέροντα,
κανείς να μην αγγίξει,
γιατί με την κατάρα του ,
ευθύς θα τον καλύψει! Για μια στιγμή τρόμαξαν, αλλά σκέφτηκαν πως το σημείωμα αναφερόταν σε επίδοξους κλέφτες και, εφόσον αυτοί δεν ήταν κλέφτες, αλλά απλά περίεργοι δεν τους αφορούσε. Όπως προσεχτικά είχαν μπει στο δωμάτιο με το σεντούκι, έτσι προσεχτικά αποχώρησαν από αυτό, μόνο που τώρα η ικανοποιημένη περιέργειά τους, τους είχε χαρίσει ένα χαμόγελο στα χείλη. Με αυτό το χαμόγελο αποκοιμήθηκαν, όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους, περιμένοντας να ξημερώσει για να πουν τα νέα τους και στους υπόλοιπους κατοίκους της πολιτείας τους. Πραγματικά, την επόμενη μέρα πήγαν από σπίτι σε σπίτι και διηγούνταν στους υπόλοιπους τι υπήρχε στο σεντούκι καθώς και το πόσο όμορφα ένιωσαν φορώντας τη χρυσή κορώνα. Όσοι τους άκουσαν, ενθουσιάστηκαν με την τόλμη τους και άρχισαν να τους αγκαλιάζουν και να τους φιλούν,
δίνοντάς τους ταυτόχρονα πολλά συγχαρητήρια. Μετά από λίγες μέρες σύννεφα μαύρα απλώθηκαν πάνω από την καστροπολιτεία. Οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν ο ένας μετά τον άλλο. Έβηχαν συνέχεια, είχαν πυρετό και δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν καλά. Αρχικά θεώρησαν πως έφταιγε ο καιρός, μέχρι που κάποιος από τα γενναία παλικάρια της νύχτας της αναζήτησης του σεντουκιού, θυμήθηκε το σημείωμα και έτρεξε κατευθείαν στο βασιλιά, εξιστορώντας του τα γεγονότα. Ο βασιλιάς θύμωσε με όλα όσα άκουσε, αλλά δεν ήταν ώρα για τιμωρίες, ήταν η ώρα να ανακαλύψουν τι ακριβώς συνέβαινε. Έδωσε διαταγή να του φέρουν το γέροντα για να μάθει την αλήθεια. Πραγματικά ο γέροντας τους την είπε όλη. Τους είπε για την ύπαρξη ενός κακού ιού, του κορωνοϊού, για τη δύναμη που έχει στο να αρρωσταίνει τους ανθρώπους, και για το πόσο εύκολα μεταδίδεται. Τους είπε ακόμα πως οι άνθρωποι από άλλες πολιτείες συνεργάστηκαν και κατάφεραν να του κλέψουν την κορώνα, να την κλείσουν σε ένα σεντούκι και να του το εμπιστευτούν. Η κορώνα είναι η δύναμή του, τους είπε, χωρίς αυτήν δεν μπορεί να κάνει σε κανέναν κακό…όμως τώρα που η κορώνα εμφανίστηκε, ο κορωνοϊός ξαναέγινε δυνατός. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό, η απερισκεψία της ομάδας των νέων αλλά και η περιέργεια όλων, τους είχε οδηγήσει μπροστά σε αυτή την κατάσταση, που χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, καθώς αρρώσταιναν ολοένα και περισσότεροι. Τότε ο βασιλιάς κλείστηκε στο δωμάτιο συνεδριάσεως του παλατιού του μαζί με τους συμβούλους του και τον γέροντα, για να αποφασίσουν για τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν. Μετά τη λήξη του συμβουλίου, ο βασιλιάς απευθύνθηκε στο λαό του με τρεμάμενη φωνή και τους ανακοίνωσε τις αποφάσεις του:
Από τον κορωνοϊό για να προστατευθείς,
μες στο σπίτι πρέπει να κλειστείς
και τους κανόνες της υγιεινής ν΄ ακολουθείς.
Τέρμα οι αγκαλιές και τα φιλιά,
τις αποφάσεις να τηρείς του βασιλιά.
Τη θεραπεία με τα φάρμακα να ακολουθείς,
προκειμένου να μπορέσεις να διασωθείς,
και τη μάσκα πάντα να φοράς,
για να προστατέψεις αυτούς, που αγαπάς.
Στο άκουσμα των αποφάσεων του βασιλιά όλος ο λαός πήγε να αντιδράσει, αλλά τελικά όλοι αποφάσισαν να κάνουν, όσα τους προέτρεπε ο βασιλιάς τους.
Η χαρούμενη και ευτυχισμένη καστροπολιτεία είχε μετατραπεί σε μια δυστυχισμένη και άρρωστη καστροπολιτεία. Το μαύρο σύννεφο είχε εγκατασταθεί για τα καλά από πάνω της. Έτσι περνούσε ο καιρός και οι άνθρωποι εφάρμοζαν τις αποφάσεις του βασιλιά τους, ώσπου μια μέρα οι πρώτες ηλιαχτίδες έκαναν την εμφάνισή τους. Το κακό άρχισε να περνάει και η κατάσταση να βελτιώνεται.
Τα γενναία παλικάρια, που εξαιτίας της περιέργειάς τους συνέβη το κακό, αποφάσισαν να ξαναπάνε στο δωμάτιο, που βρισκόταν το σεντούκι, όχι όμως για να το ανοίξουν αλλά για να το πάρουν μαζί τους και να το πετάξουν . Πράγματι, αφού το πήραν μαζί τους, προχώρησαν ως την άκρη της καστροπολιτείας, στο σημείο που συναντιόταν με τη μεγάλη, βαθιά θάλασσα και το πέταξαν μέσα της.
Δεν έφυγαν από κει, παρά μόνο όταν άκουσαν τον δυνατό ήχο που έκανε το σεντούκι πέφτοντας μέσα της. Ύστερα, πήραν το δρόμο του γυρισμού αγκαλιασμένοι.